- μάλαμα
- το прям. , перен. золото;
άνθρωπος μάλαμα — не человек, а золото
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άνθρωπος μάλαμα — не человек, а золото
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάλαμα — το (Μ μάλαμα) χρυσός νεοελλ. 1. κάθε πολύτιμο μέταλλο 2. μτφ. αυτός που έχει εξαιρετική καλοσύνη, πάρα πολύ καλός («αυτός ο άνθρωπος είναι ένα κομμάτι μάλαμα») μσν. χρυσό νόμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μάλαγμα (πρβλ. πράγμα: πράμα) < μαλάσσω] … Dictionary of Greek
μάλαμα — το, ατος 1. χρυσός, χρυσάφι. 2. μτφ., άνθρωπος αγαθός, καλόψυχος, ευγενικός: Ο εργοδότης του είναι μάλαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece … Wikipedia
μάλαγμα — το (AM μάλαγμα) [μαλάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα νεοελλ. πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη τού πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις… … Dictionary of Greek
μαλαματένιος — α, ο, θηλ. και η (Μ μαλαματένιος και μαλαγματένιος, α, ον, θηλ. και η) 1. κατασκευασμένος από χρυσό ή από άλλο πολύτιμο μέταλλο 2. (ως προσφώνηση) αγαπητός, ακριβός νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει εξαιρετική καλοσύνη, πολύ καλός («μαλαματένια… … Dictionary of Greek
μαλαματοκαπνίζω — και μαλαμοκαπνίζω επιχρυσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάλαμα, ατος + καπνίζω] … Dictionary of Greek
μαλαματώνω — (Μ μαλαματώνω και μαλαγματώνω) επιχρυσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλαγματώνω (βλ. μάλαμα) < μάλαγμα] … Dictionary of Greek
πληρωμή — και πλερωμή, η, Ν [πληρώνω / πλερώνω] 1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή τής αξίας αγοραζόμενου πράγματος 2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή 3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους… … Dictionary of Greek
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
Γιαννακός, Πέτρος — (Χανιά 1911 – 1972). Ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστατους κωμικούς ηθοποιούς του θέατρου στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, ενώ έγινε γνωστός και με το ψευδώνυμο κοκοβιός από τον ρόλο ενός … Dictionary of Greek